- αἴνυται
- αἴνυμαιtakepres ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἴνυτ' — αἴνυται , αἴνυμαι take pres ind mid 3rd sg (epic) αἴνυτο , αἴνυμαι take imperf ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… … Dictionary of Greek